- Μαγιάπριλο
- τό1) май-апрель; 2) весна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγιάπριλο — το 1. η εποχή που περιλαμβάνει τους μήνες Μάιο και Απρίλιο, αλλ. απριλομάης 2. (ποιητ.) η άνοιξη 3. φρ. «τα μαγιάπριλα τής ζωής» το λυκαυγές τής ζωής, η νεότητα, η νεανική ηλικία … Dictionary of Greek
Μαγιάπριλο — το 1. το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει τους δύο μήνες Απρίλη, Μάη, ο Απριλομάης. 2. (ποιητ.), η Άνοιξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)